-
1 ἐκτίλλω
Aἐκτῐλῶ Hsch.
s.v. ἐκποκιῶ: [tense] aor. inf. ἐκτῖλαι· ἐκτινάξαι, Id.:—[voice] Pass., [tense] fut.ἐκτῐλήσομαι LXXSi.40.16
: [tense] aor. 2 ἐξετίλην [ῐ] Dsc.Eup.1.52, Thd.Da.7.4:— pluck out, ; πτερόν ib. 519a27 ([voice] Pass.); of a person,κόμην ἐκτετιλμένος Anacr.21.11
.2 strip the leaves off, ὀρίγανον, κρόμμυον, Arist.Mir. 831a30, Pr. 924a32. - τιλτέον, one must pluck out,τὰς τρίχας Aët.9.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτίλλω
См. также в других словарях:
διάτραμις — ( εως), ο (Α) [τράμις] (για κίναιδο) «ὁ διερρωγὼς τὴν τράμιν» εκείνος τού οποίου η τράμις, ο πρωκτός, έχει πλέον διαρραγεί, ο ξεσκισμένος … Dictionary of Greek